επαοιδή — ἐπαοιδή, η (Α) ιων. και ποιητ. τ. αντί ἐπῳδή … Dictionary of Greek
ἐπαοιδή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπῳδή song sung to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδαῖς — ἐπαοιδή fem dat pl ἐπῳδή song sung to fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδαῖσι — ἐπαοιδή fem dat pl (epic ionic aeolic) ἐπῳδή song sung to fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδαῖσιν — ἐπαοιδή fem dat pl (epic ionic aeolic) ἐπῳδή song sung to fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδαί — ἐπαοιδή fem nom/voc pl ἐπῳδή song sung to fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδήν — ἐπαοιδή fem acc sg (attic epic ionic) ἐπῳδή song sung to fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωδή — η (AM ἐπωδή Α και ἐπαοιδή) μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.) αρχ. 1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.) 2. ευχάριστο τραγούδι 3. ἐπῳδὸς άσματος.… … Dictionary of Greek
ԹՈՎՉՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0819 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c գ. ἑπαοιδή, ἑπάσαι incantatio, incantamentum Արուեստ թովելոյ. թովելն. կախարդանք. դիւթութիւն. ... *Արձակեմ ʼի ձեզ օձս կոտորիչս, յորս ոչ մտանիցեն թովչութիւնք. Երեմ. ՟Ը. 17: *Իբր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐπαοιδάν — ἐπαοιδά̱ν , ἐπαοιδή fem acc sg (doric aeolic) ἐπαοιδά̱ν , ἐπῳδή song sung to fem acc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)